- σεισμολογικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία ή στον σεισμολόγο2. φρ. «σεισμολογικό ινστιτούτο» — ίδρυμα στο οποίο μελετώνται οι σεισμοί με τη χρήση κατάλληλων οργάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.